- παρεμπόρευμα
- παρεμπόρευμαmerchandise of small valueneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρεμπόρευμα — εύματος, το, ΝΑ [παρεμπορεύομαι] νεοελλ. ναυτ. μικρής ποσότητας και αξίας εμπόρευμα, το οποίο μεταφέρεται με τη φροντίδα αξιωματικών ή ανδρών τού πληρώματος, χωρίς να καταβληθεί ναύλος ή να γίνει σχετική εγγραφή και το οποίο αποτελεί πηγή άδηλων… … Dictionary of Greek
παρεμπορεύματα — παρεμπόρευμα merchandise of small value neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)